ἀντλητήρ

ἀντλητήρ
ἀντλητήρ
one who drawswater
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντλητῆρας — ἀντλητήρ one who drawswater masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντλητῆρες — ἀντλητήρ one who drawswater masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντλητῆρος — ἀντλητήρ one who drawswater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντλητήρων — ἀντλητήρ one who drawswater masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντλητήρας — ο (Α ἀντλητήρ) νεοελλ. αντλητική μηχανή αρχ. δοχείο, κάδος για λήψη νερού …   Dictionary of Greek

  • παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • σκάφαλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω* + κατάλ. αλος, κατά το πάσσ αλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”